- ουγκαριτικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αρχαία πόλη τής Συρίας Ουγκαρίτ (α. «ουγκαριτική γλώσσα» — μία από τις χαμιτοσημιτικές γλώσσεςβ. «ουγκαριτικό αλφάβητο» — σύστημα σφηνοειδούς γραφής που χρησιμοποιήθηκε στην περιοχή τών ακτών τής Συρίας από τον 15ο ώς τον 13ο π.Χ. αιώνα και τής οποίας δείγματα περιέχονται σε πινακίδες που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή τής Ουγκαρίτ).
Dictionary of Greek. 2013.